Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Defibrillator
01
απινιδωτής, συσκευή απινίδωσης
a piece of equipment that uses a preset voltage to apply an electric shock to the chest wall or heart
Λεξικό Δέντρο
defibrillator
defibrillate
fibrillate
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
απινιδωτής, συσκευή απινίδωσης
Λεξικό Δέντρο