deferential
de
ˌdɛ
ντε
fe
φερ
ren
ˈrɛn
ρεν
tial
ʃəl
σαλ
British pronunciation
/dˌɛfəɹˈɛnʃə‍l/

Ορισμός και σημασία του "deferential"στα αγγλικά

deferential
01

σεβαστικός

showing respect and esteem toward someone, especially a superior
example
Παραδείγματα
Her deferential manner in the courtroom earned her the respect of both the judge and her peers.
Ο σεβαστικός τρόπος της στο δικαστήριο της χάρισε το σεβασμό τόσο του δικαστή όσο και των συναδέλφων της.
The employee adopted a deferential tone when addressing the CEO during the meeting.
Ο υπάλληλος υιοθέτησε έναν ευλαβικό τόνο όταν απευθύνθηκε στον CEO κατά τη διάρκεια της συνάντησης.

Λεξικό Δέντρο

deferentially
undeferential
deferential
deferent
defer
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store