Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
deferential
01
σεβαστικός
showing respect and esteem toward someone, especially a superior
Παραδείγματα
Her deferential manner in the courtroom earned her the respect of both the judge and her peers.
Ο σεβαστικός τρόπος της στο δικαστήριο της χάρισε το σεβασμό τόσο του δικαστή όσο και των συναδέλφων της.
The employee adopted a deferential tone when addressing the CEO during the meeting.
Ο υπάλληλος υιοθέτησε έναν ευλαβικό τόνο όταν απευθύνθηκε στον CEO κατά τη διάρκεια της συνάντησης.
Λεξικό Δέντρο
deferentially
undeferential
deferential
deferent
defer



























