Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to deem
01
θεωρώ, εκτιμώ
to consider in a particular manner
Complex Transitive: to deem sb/sth [adj] | to deem sb/sth sth
Παραδείγματα
The committee deemed the proposal worthy of further consideration.
Η επιτροπή θεώρησε την πρόταση άξια περαιτέρω εξέτασης.
The court deemed the evidence insufficient to support the case.
Το δικαστήριο θεώρησε τα στοιχεία ανεπαρκή για την υποστήριξη της υπόθεσης.



























