Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
declared
01
δηλωμένος, ομολογημένος
made known or openly avowed
02
δηλωμένος, σαφώς δηλωμένος
declared as fact; explicitly stated
Λεξικό Δέντρο
undeclared
declared
declare
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δηλωμένος, ομολογημένος
δηλωμένος, σαφώς δηλωμένος
Λεξικό Δέντρο