LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Declared
/dɪklˈeəd/
/dɪˈkɫɛɹd/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "declared"
declared
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
made known or openly avowed
undeclared
02
declared as fact; explicitly stated
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
declare
declaratory sentence
declaratory
declarative sentence
declarative mood
declarer
declasse
declassification
declassified
declassify
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App