LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Decision making
/dɪsˈɪʒən mˈeɪkɪŋ/
/dᵻsˈɪʒən mˈeɪkɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "decision making"
Decision making
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the cognitive process of reaching a decision
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
decision maker
decision
decipherment
decipherer
deciphered
decision table
decision theory
decisive
decisive factor
decisively
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App