Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
decisively
01
αποφασιστικά, κατηγορηματικά
in a clear and determined manner
Παραδείγματα
After hours of debate, the committee decisively voted in favor of the new policy.
Μετά από ώρες συζήτησης, η επιτροπή ψήφισε αποφασιστικά υπέρ της νέας πολιτικής.
Faced with challenges, they decisively adapted their strategy.
Αντιμέτωποι με προκλήσεις, προσάρμοσαν αποφασιστικά τη στρατηγική τους.
02
αποφασιστικά, καθοριστικά
in a way that shows one is determined and serious about making a decision
Παραδείγματα
Congress must act decisively against this threat.
Το Κογκρέσο πρέπει να ενεργήσει αποφασιστικά ενάντια σε αυτή την απειλή.
They decisively rejected the proposal after reviewing it.
Απέρριψαν αποφασιστικά την πρόταση μετά την εξέτασή της.
03
αποφασιστικά
in an indisputable degree
Λεξικό Δέντρο
indecisively
decisively
decisive
decide



























