Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Decision maker
01
αποφασίζων, λήπτης αποφάσεων
a person or thing responsible for making important choices or judgments, especially within an organization
Παραδείγματα
As the CEO, she is the ultimate decision maker for the company's strategic direction.
Ως CEO, είναι ο απόλυτος αποφασίζων για τη στρατηγική κατεύθυνση της εταιρείας.
The committee members are decision makers in selecting the winner of the scholarship.
Τα μέλη της επιτροπής είναι αποφασίζοντες στην επιλογή του νικητή της υποτροφίας.



























