Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
decided
01
αποφασιστικός, σημαντικός
recognizable; marked
02
αποφασισμένος
having clear and definite opinions
Dialect
British
Λεξικό Δέντρο
decidedly
undecided
decided
decide
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αποφασιστικός, σημαντικός
αποφασισμένος
Λεξικό Δέντρο