Debtor
volume
British pronunciation/dˈɛtɐ/
American pronunciation/ˈdɛtɝ/

Ορισμός και Σημασία του "debtor"

01

a person who owes a creditor; someone who has the obligation of paying a debt

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store