Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
deafening
01
κουφιστικός, συγκλονιστικός
(of a sound) too loud in a way that nothing else can be heard
Παραδείγματα
The crowd erupted with a deafening cheer when the team scored the winning goal.
Το πλήθος ξέσπασε με ένα εκκωφαντικό ζήτω όταν η ομάδα σκόραρε το νικητήριο γκολ.
The fireworks created a deafening noise that shook the entire neighborhood.
Τα πυροτεχνήματα δημιούργησαν έναν εκκωφαντικό θόρυβο που συγκλόνισε όλη τη γειτονιά.
Λεξικό Δέντρο
deafening
deafen
deaf



























