LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
De jure
/deɪdʒˈʊəɹi/
/deɪdʒˈʊɹɹi/
Adjective (1)
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "de jure"
de jure
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
by right; according to law
de facto
de jure
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
by law; conforming to the law
unlawfully
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
de forest
de facto segregation
de facto
de bakey
ddc
de jure segregation
de kooning
de l'orme
de la mare
de luxe
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App