Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to de-emphasize
/dəˈɛmfɐsˌaɪz/
/dəɹˈɛmfɐsˌaɪz/
to de-emphasize
01
ελαττώνω τη σημασία, μειώνω την έμφαση
to reduce the importance, significance, or emphasis placed on something
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ελαττώνω τη σημασία, μειώνω την έμφαση