Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Daikon
01
νταϊκόν, λευκό ραπανάκι
a mild radish with a white slender root that is used in Asian cuisine
Παραδείγματα
He sliced the daikon radish into thin strips and added it to his fresh salad.
Έκοψε το ραπανάκι daikon σε λεπτές λωρίδες και το πρόσθεσε στη φρέσκια σαλάτα του.
He used daikon as a natural remedy for congestion.
Χρησιμοποίησε το daikon ως φυσικό φάρμακο για τη συμφόρηση.



























