Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Dahyo
01
το dohyo, η αρένα του sumo
the ring or arena used in sumo wrestling matches
Παραδείγματα
The sumo wrestlers stepped into the dohyo with confidence.
Οι παλαιστές του sumo μπήκαν στο dohyo με αυτοπεποίθηση.
Wrestlers bow before entering the dohyo as a sign of respect.
Οι παλαιστές κάνουν υπόκλιση πριν μπουν στο dohyo ως σημάδι σεβασμού.



























