Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
cynical
01
κυνικός, δυσπιστικός
having a distrustful or negative outlook, often believing that people are motivated by self-interest
Παραδείγματα
After experiencing multiple disappointments, she became cynical about the concept of true love.
Μετά από πολλές απογοητεύσεις, έγινε κυνική σχετικά με την έννοια της αληθινής αγάπης.
His cynical remarks about politics reflected his distrust of politicians and their motives.
Οι κυνικές παρατηρήσεις του για την πολιτική αντικατόπτριζαν την δυσπιστία του απέναντι στους πολιτικούς και τα κίνητρά τους.



























