cynical
cy
ˈsɪ
σι
ni
νι
cal
kəl
καλ
British pronunciation
/ˈsɪnɪkəl/

Ορισμός και σημασία του "cynical"στα αγγλικά

01

κυνικός, δυσπιστικός

having a distrustful or negative outlook, often believing that people are motivated by self-interest
cynical definition and meaning
example
Παραδείγματα
After experiencing multiple disappointments, she became cynical about the concept of true love.
Μετά από πολλές απογοητεύσεις, έγινε κυνική σχετικά με την έννοια της αληθινής αγάπης.
His cynical remarks about politics reflected his distrust of politicians and their motives.
Οι κυνικές παρατηρήσεις του για την πολιτική αντικατόπτριζαν την δυσπιστία του απέναντι στους πολιτικούς και τα κίνητρά τους.

Λεξικό Δέντρο

cynically
cynical
cynic
App
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store