LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Curling
/kˈɜːlɪŋ/
/ˈkɝɫɪŋ/
Noun (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "curling"
Curling
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
χόκεϊ επί πάγου με πέτρες
a winter game where players slide round flat stones across the ice in order to hit a certain mark
curling
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
κέρλινγκ
(of hair) having curls or waves
curled
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App