Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Curmudgeon
01
γκρινιάρης, δύστροπος
a bad-tempered person who is easily annoyed and angered, usually old in age
Παραδείγματα
The neighborhood curmudgeon yelled at the kids for playing too loudly.
Ο γκρινιάρης της γειτονιάς φώναξε στα παιδιά γιατί έπαιζαν πολύ δυνατά.
Despite his gruff exterior, the curmudgeon had a heart of gold.
Παρά την τραχιά του εξωτερική εμφάνιση, ο γκρινιάρης είχε καρδιά από χρυσάφι.



























