Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Curiosity
01
περιέργεια
a strong wish to learn something or to know more about something
Παραδείγματα
His curiosity led him to explore the old library, hoping to uncover forgotten stories.
Η περιέργειά του τον οδήγησε να εξερευνήσει την παλιά βιβλιοθήκη, ελπίζοντας να ανακαλύψει ξεχασμένες ιστορίες.
The scientist 's curiosity about the natural world drove him to make groundbreaking discoveries.
Η περιέργεια του επιστήμονα για τον φυσικό κόσμο τον οδήγησε να κάνει πρωτοποριακές ανακαλύψεις.
02
περιέργεια, αντικείμενο συλλογής
something unusual -- perhaps worthy of collecting
Λεξικό Δέντρο
curiosity
curious



























