Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
cumulatively
01
συσσωρευτικά, με συσσωρευτικό τρόπο
in a way that increases gradually through successive additions, accumulating over time
Παραδείγματα
The interest on the savings account grows cumulatively with each deposit.
Οι τόκοι στον ταμιευτηριακό λογαριασμό αυξάνονται συσσωρευτικά με κάθε κατάθεση.
The benefits of regular exercise add up cumulatively over the years.
Τα οφέλη της τακτικής άσκησης συσσωρεύονται με τα χρόνια.
Λεξικό Δέντρο
cumulatively
cumulative
cumulate



























