Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Alarm clock
01
ξυπνητήρι, ρολόι ξυπνητήρι
a clock that can be set to an exact time to make a sound and wake someone up
Παραδείγματα
I always set multiple alarms on my alarm clock to ensure I wake up.
Πάντα ρυθμίζω πολλά ξυπνητήρια στο ξυπνητήρι μου για να βεβαιωθώ ότι θα ξυπνήσω.
I need to replace the broken alarm clock with a new one.
Πρέπει να αντικαταστήσω το σπασμένο ξυπνητήρι με ένα καινούριο.



























