Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Alacrity
01
προθυμία, ενθουσιασμός
readiness or willingness that is quick and enthusiastic
Παραδείγματα
She accepted the invitation with great alacrity, eager to attend the event.
Δέχτηκε την πρόσκληση με μεγάλη προθυμία, ανυπομονώντας να παραστεί στην εκδήλωση.
Her alacrity in completing the tasks made her stand out as a top performer.
Η προθυμία της να ολοκληρώνει τις εργασίες την έκανε να ξεχωρίζει ως κορυφαία.



























