Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Culprit
01
ένοχος, υπεύθυνος
a person who is responsible for a crime or wrongdoing
Παραδείγματα
The police caught the culprit behind the robbery.
Η αστυνομία έπιασε τον ένοχο πίσω από τη ληστεία.
The culprit confessed to stealing the car.
Ο ένοχος ομολόγησε ότι έκλεψε το αυτοκίνητο.



























