Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Crux
01
το πιο σημαντικό σημείο, η ουσία
the most important point
02
το crux, το κρίσιμο σημείο
(climbing) the most challenging or difficult part of a route or climb
Παραδείγματα
The crux of the climb required precise footwork and strong technique.
Το crux της αναρρίχησης απαιτούσε ακριβή κίνηση των ποδιών και ισχυρή τεχνική.
She struggled to find the right hold at the crux of the route.
Πάλεψε να βρει τη σωστή λαβή στο crux της διαδρομής.



























