LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Crowd out
/kɹˈaʊd ˈaʊt/
/kɹˈaʊd ˈaʊt/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "crowd out"
to crowd out
ΡΉΜΑ
01
συνωστισμός έξω
to dominate or push aside something or someone by taking up all the available space, time, or attention
force out
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App