Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to crowdfund
01
χρηματοδοτώ από το πλήθος, κάνω crowdfunding
to raise money for something by collecting small contributions from a large number of people, typically via the Internet
Παραδείγματα
The startup decided to crowdfund its new product development through a popular online platform.
Η startup αποφάσισε να χρηματοδοτήσει από το πλήθος την ανάπτυξη του νέου της προϊόντος μέσω μιας δημοφιλούς διαδικτυακής πλατφόρμας.
She plans to crowdfund her independent film by reaching out to supporters online.
Σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει από το πλήθος την ανεξάρτητη ταινία της, επικοινωνώντας με υποστηρικτές στο διαδίκτυο.



























