Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Criminal
01
εγκληματίας, κακοποιός
a person who does or is involved in an illegal activity
Παραδείγματα
The police arrested the criminal after a long investigation.
Η αστυνομία συνέλαβε τον εγκληματία μετά από μακροχρόνια έρευνα.
The criminal was sentenced to five years in prison.
Ο εγκληματίας καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση.
criminal
01
εγκληματικός, ποινικός
related to or involving illegal activities
Παραδείγματα
The new law aims to reduce criminal activity by increasing penalties for repeat offenders.
Ο νέος νόμος στοχεύει στη μείωση της εγκληματικής δραστηριότητας με την αύξηση των ποινών για τους επαναλαμβανόμενους παραβάτες.
The detective spent years studying criminal behavior to better understand the motives behind various crimes.
Ο ντετέκτιβ πέρασε χρόνια μελετώντας εγκληματική συμπεριφορά για να κατανοήσει καλύτερα τα κίνητρα πίσω από διάφορα εγκλήματα.
02
ποινικός
dealing with legal issues that involve actions considered crimes against the state or public
Παραδείγματα
Criminal investigations are conducted by law enforcement agencies to gather evidence and apprehend suspects.
Οι ποινικές έρευνες διεξάγονται από τις αρχές επιβολής του νόμου για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων και τη σύλληψη υπόπτων.
Criminal justice systems aim to deter crime through enforcement, prosecution, and rehabilitation.
Τα συστήματα ποινικής δικαιοσύνης στοχεύουν στην αποτροπή του εγκλήματος μέσω της επιβολής του νόμου, της δίωξης και της αποκατάστασης.
03
εγκληματικός, κατακριτέος
bringing or deserving severe rebuke or censure
Λεξικό Δέντρο
criminalism
criminalize
criminal
crime



























