Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to counteract
01
αντιδρώ, εξουδετερώνω
to act against something in order to reduce its effect
Transitive: to counteract effects of something
Παραδείγματα
Drinking plenty of water can help counteract the dehydrating effects of caffeine.
Η κατανάλωση πολύ νερού μπορεί να βοηθήσει στην αντίσταση των αφυδατωτικών επιπτώσεων της καφεΐνης.
The government implemented measures to counteract the economic recession.
Η κυβέρνηση εφάρμοσε μέτρα για να αντιμετωπίσει την οικονομική ύφεση.
Λεξικό Δέντρο
counteraction
counteractive
counteract



























