Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
airborne
01
μεταφερόμενος μέσω του αέρα, αερομεταφερόμενος
related to something that is moving or transported through the air
Παραδείγματα
The pollen from the flowers became airborne and triggered allergies for many people.
Η γύρη από τα λουλούδια έγινε μεταφερόμενη μέσω του αέρα και προκάλεσε αλλεργίες σε πολλούς ανθρώπους.
During the storm, debris from the construction site became airborne and posed a hazard to nearby buildings.
Κατά τη διάρκεια της καταιγίδας, τα συντρίμμια από το εργοτάξιο έγιναν μεταφερόμενα στον αέρα και αποτέλεσαν κίνδυνο για τα κοντινά κτίρια.



























