Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
air-conditioned
01
κλιματιζόμενος
(of vehicles or buildings) equipped with a cooling system that dries the air
Παραδείγματα
The movie theater was pleasantly air-conditioned, providing a cool escape from the summer heat.
Ο κινηματογράφος ήταν ευχάριστα κλιματιζόμενος, προσφέροντας μια δροσερή διαφυγή από τη θερινή ζέστη.
They decided to book an air-conditioned room to ensure a comfortable stay during their vacation.
Αποφάσισαν να κλείσουν ένα δωμάτιο με κλιματισμό για να εξασφαλίσουν μια άνετη διαμονή κατά τις διακοπές τους.



























