corrigible
co
ˈkɔ
κο
rri
ρα
gi
ʤə
τζα
ble
bəl
μπαλ
British pronunciation
/kˈɒɹɪdʒəbəl/

Ορισμός και σημασία του "corrigible"στα αγγλικά

corrigible
01

διορθώσιμος, βελτιώσιμος

capable of being corrected, reformed, or improved
example
Παραδείγματα
Despite his rebellious behavior, the teacher believed that the student was corrigible and could improve with proper guidance.
Παρά την επαναστατική του συμπεριφορά, ο δάσκαλος πίστευε ότι ο μαθητής ήταν διορθώσιμος και μπορούσε να βελτιωθεί με τη σωστή καθοδήγηση.
The therapist worked tirelessly with the corrigible patients, helping them address their issues and make positive changes in their lives.
Ο θεραπευτής εργάστηκε ακούραστα με τους διορθώσιμους ασθενείς, βοηθώντας τους να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους και να κάνουν θετικές αλλαγές στη ζωή τους.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store