Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
corrigible
01
διορθώσιμος, βελτιώσιμος
capable of being corrected, reformed, or improved
Παραδείγματα
Despite his rebellious behavior, the teacher believed that the student was corrigible and could improve with proper guidance.
Παρά την επαναστατική του συμπεριφορά, ο δάσκαλος πίστευε ότι ο μαθητής ήταν διορθώσιμος και μπορούσε να βελτιωθεί με τη σωστή καθοδήγηση.
The therapist worked tirelessly with the corrigible patients, helping them address their issues and make positive changes in their lives.
Ο θεραπευτής εργάστηκε ακούραστα με τους διορθώσιμους ασθενείς, βοηθώντας τους να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους και να κάνουν θετικές αλλαγές στη ζωή τους.
Λεξικό Δέντρο
incorrigible
corrigible



























