Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Corrective
01
διορθωτικό, συσκευή θεραπείας
a device for treating injury or disease
corrective
01
διορθωτικός, διορθωτικό
intended or designed to improve or correct a bad or undesirable situation
Παραδείγματα
The corrective action plan addressed the issues identified in the audit.
Το σχέδιο διορθωτικής δράσης αντιμετώπισε τα ζητήματα που εντοπίστηκαν στον έλεγχο.
His teacher provided corrective feedback to help him improve his writing.
Ο δάσκαλός του παρείχε διορθωτική ανατροφοδότηση για να τον βοηθήσει να βελτιώσει τη γραφή του.
02
διορθωτικός, πειθαρχικός
designed to promote discipline



























