copycat
co
kɑ:
κα
py
pi
πι
cat
kæt
καιτ
British pronunciation
/kˈɒpɪkˌæt/

Ορισμός και σημασία του "copycat"στα αγγλικά

01

μιμητής, αντιγραφέας

a person who imitates the actions, clothes, ideas, etc. of someone else
HumorousHumorous
IdiomIdiom
InformalInformal
example
Παραδείγματα
In the fashion industry, designers often face challenges with copycat brands imitating their latest creations.
Στη βιομηχανία μόδας, οι σχεδιαστές συχνά αντιμετωπίζουν προκλήσεις με μιμητικές μάρκες που αντιγράφουν τις τελευταίες τους δημιουργίες.
Jane accused her classmate of being a copycat when he presented a project that closely resembled hers.
Η Τζέιν κατηγόρησε τον συμμαθητή της ότι είναι μιμητής όταν παρουσίασε ένα έργο που έμοιαζε πολύ με το δικό της.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store