LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Convulsive
/kənvˈʌlsɪv/
/kənˈvəɫsɪv/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "convulsive"
convulsive
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
σπασμωδικός
marked by sudden, involuntary, and jerky muscular contractions or spasms
spasmodic
spastic
02
σπασμωδικός
describing sudden and violent actions or motions
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App