Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
convenient
01
βολικός, άνετος
suited to one's comfort or preferences, often in terms of time, location, or availability
Παραδείγματα
The new store 's location is convenient for shoppers living nearby.
Η τοποθεσία του νέου καταστήματος είναι βολική για τους πελάτες που ζουν κοντά.
She chose a hotel that was convenient to her conference venue.
Επέλεξε ένα ξενοδοχείο που ήταν βολικό για το χώρο της συνάντησής της.
02
βολικός, κατάλληλος
favorable or well-suited for a specific purpose or situation
Παραδείγματα
The meeting time was convenient for everyone involved.
Η ώρα της συνάντησης ήταν βολική για όλους τους εμπλεκόμενους.
This route is convenient if you're traveling to the airport.
Αυτή η διαδρομή είναι βολική αν ταξιδεύετε προς το αεροδρόμιο.
Λεξικό Δέντρο
conveniently
inconvenient
convenient
convene



























