Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Convenience
01
ευκολία, αξεσουάρ
a device or control that is very useful for a particular job
02
δημόσια τουαλέτα, αποχωρητήριο
a toilet that is available to the public
03
ευκολία, χρησιμότητα
the state of being helpful or useful for a specific situation
Παραδείγματα
The convenience of online shopping makes it popular with busy people.
Η ευκολία των ηλεκτρονικών αγορών την καθιστά δημοφιλή στους απασχολημένους ανθρώπους.
For their convenience, the hotel provides 24-hour room service.
Για την ευκολία τους, το ξενοδοχείο προσφέρει υπηρεσία δωματίου 24 ώρες το 24ωρο.
Λεξικό Δέντρο
inconvenience
convenience
convene



























