Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
contemptuous
01
περιφρονητικός, απαξιωτικός
devoid of respect for someone or something
Παραδείγματα
She gave him a contemptuous look after his rude comment.
Του έριξε μια περιφρονητική ματιά μετά το αγενές σχόλιό του.
He responded to the suggestion with a contemptuous sneer.
Απάντησε στην πρόταση με ένα περιφρονητικό χαμόγελο.
Λεξικό Δέντρο
contemptuously
contemptuousness
contemptuous
contempt



























