Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Contender
01
ανταγωνιστής, υποψήφιος
a person or team trying to win something in a contest, especially one with a strong chance of winning
Παραδείγματα
The boxer emerged as a strong contender for the championship title after a series of impressive victories in the ring.
Ο πυγμάχος αναδείχθηκε ως ισχυρός ανταγωνιστής για τον τίτλο του πρωταθλητή μετά από μια σειρά εντυπωσιακών νικών στο ρινγκ.
He is a serious contender in the upcoming election.
Είναι ένας σοβαρός ανταγωνιστής στις επερχόμενες εκλογές.
Λεξικό Δέντρο
contender
contend



























