LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Constricted
/kənstɹˈɪktɪd/
/kənˈstɹɪktəd/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "constricted"
constricted
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
συσπασμένος
especially tense; especially in some dialects
02
made narrower by applying more pressure
unconstricted
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App