Consolingly
volume
British pronunciation/kˈɒnsəʊlɪŋlɪ/
American pronunciation/kˈɑːnsoʊlɪŋli/

Ορισμός και Σημασία του "consolingly"

consolingly
01

in a comforting or consoling manner

word family

con
sole
console

console

Verb

consoling

Adjective

consolingly

Adverb
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store