Consolidative
volume
British pronunciation/kənsˈɒlɪdətˌɪv/
American pronunciation/kənsˈɑːlɪdətˌɪv/

Ορισμός και Σημασία του "consolidative"

consolidative
01

tending to consolidate

02

combining into a single unit

word family

consolid

consolid

Verb

consolidate

Verb

consolidative

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store