LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Confining
/kənfˈaɪnɪŋ/
/kənˈfaɪnɪŋ/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "confining"
confining
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
restricting the scope or freedom of action
02
crowded
word family
confine
confine
Verb
confining
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
confines
confinement
confined
confine to
confine
confirm
confirmable
confirmation
confirmation hearing
confirmative
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App