Confidingly
volume
British pronunciation/kənfˈaɪdɪŋlɪ/
American pronunciation/kənfˈaɪdɪŋli/

Ορισμός και Σημασία του "confidingly"

confidingly
01

with trust; in a trusting manner

word family

confide

confide

Verb

confiding

Adjective

confidingly

Adverb
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store