LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Confidingly
/kənfˈaɪdɪŋlɪ/
/kənfˈaɪdɪŋli/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "confidingly"
confidingly
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
with trust; in a trusting manner
distrustfully
word family
confide
confide
Verb
confiding
Adjective
confidingly
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
confiding
confidently
confidentially
confidentiality
confidential information
configuration
configurational
configure
configured
confine
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App