LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Configured
/kənfˈɪɡəd/
/kənˈfɪɡjɝd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "configured"
configured
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
organized so as to give configuration to
word family
configure
configure
Verb
configured
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
configure
configurational
configuration
confidingly
confiding
confine
confine to
confined
confinement
confines
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App