Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Confidante
01
εμπιστευτική, οικεία φίλη
a woman trusted with someone's private thoughts, secrets, or personal matters
Παραδείγματα
She was his closest confidante, the one he told everything to.
Ήταν η πιο στενή εμπιστευτική του, αυτή στην οποία έλεγε τα πάντα.
A mother often becomes a daughter 's confidante during hard times.
Μια μητέρα συχνά γίνεται η εμπιστευτική της κόρης σε δύσκολες στιγμές.



























