Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Confessor
01
εξομολογητής, ιερέας που ακούει τις εξομολογήσεις
a priest who hears confession and gives absolution
02
ομολογητής, εξομολογούμενος
a person who admits to doing something wrong
Λεξικό Δέντρο
confessor
confess



























