Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to confer
01
απονέμω, χορηγώ
to give an official degree, title, right, etc. to someone
Transitive: to confer a degree or title on sb | to confer a degree or title upon sb
Παραδείγματα
The university will confer degrees upon the graduating students during the commencement ceremony.
Το πανεπιστήμιο θα απονείμει πτυχία στους αποφοίτους κατά τη διάρκεια της τελετής αποφοίτησης.
The monarch will confer a knighthood upon the distinguished individual for their service to the country.
Ο μονάρχης θα απονείμει τον τίτλο του ιππότη στον διακεκριμένο άτομο για την υπηρεσία του στη χώρα.
02
συμβουλεύομαι, συζητώ
to exchange opinions and have discussions with others, often to come to an agreement or decision
Intransitive
Παραδείγματα
The board members will confer next week to finalize the budget for the upcoming fiscal year.
Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου θα συζητήσουν την επόμενη εβδομάδα για να οριστικοποιήσουν τον προϋπολογισμό για το επόμενο οικονομικό έτος.
Before making any changes, the project team decided to confer with all stakeholders to ensure everyone was on the same page.
Πριν κάνουν οποιεσδήποτε αλλαγές, η ομάδα του έργου αποφάσισε να συμβουλευτεί όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη για να διασφαλίσει ότι όλοι ήταν στην ίδια σελίδα.
Λεξικό Δέντρο
conference
conferment
confer



























