Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to compute
01
υπολογίζω, λογίζω
to calculate or determine a value using mathematical operations
Transitive: to compute a value
Παραδείγματα
Accountants must compute taxes owed by clients based on income levels and deductions.
Οι λογιστές πρέπει να υπολογίζουν τους φόρους που οφείλουν οι πελάτες με βάση τα επίπεδα εισοδήματος και τις εκπτώσεις.
The accountant will compute the total cost of the project.
Ο λογιστής θα υπολογίσει το συνολικό κόστος του έργου.
Λεξικό Δέντρο
computable
computation
computer
compute



























