Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
component part
/kəmpˈoʊnənt pˈɑːɹt/
/kəmpˈəʊnənt pˈɑːt/
Component part
01
συστατικό μέρος, συνθετικό στοιχείο
something determined in relation to something that includes it
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
συστατικό μέρος, συνθετικό στοιχείο