LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Comforts
/kˈʌmfəts/
/ˈkəmfɝts/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "comforts"
Comforts
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
things that make you comfortable and at ease
word family
comforts
comforts
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
comfortless
comfortingly
comforting
comforter
comforted
comfy
comic
comic book
comic fantasy
comic opera
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App